- καταυτοί
- κατ-αυτοί,A by themselves,
αὐτοὶ καταυτοί PCair.Zen.294.2
(iii B C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὐτοὶ καταυτοί PCair.Zen.294.2
(iii B C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταυτοί — (Α) πάπ. αυτοί οι ίδιοι, καθ εαυτούς («αὐτοὶ καταυτοί»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + επαναληπτική αντων. αὐτοί] … Dictionary of Greek